μήνυμα

μήνυμα

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Δημήτριος Τσελεγγίδης


"Η Αλήθεια είναι πρόσωπο!"
Η πέμπτη ερώτηση από  ομιλία που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού στις 16 Δεκεμβρίου 2011 με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ
Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής
Δημήτριος Τσελεγγίδης
Ερώτηση 5

Άλλο ερώτημα αν υπάρχει. Το λαϊκόν στοιχείον! Ορίστε, εσείς πίσω! Και από κάποια κυρία μετά, γιατί έτσι θα φανεί ότι δεν είναι υπόθεση των ανδρών, αλλά όλων των ψυχών! Ορίστε!

Λοιπόν, κατ’ αρχήν να σας ευχαριστήσω που μας τιμάτε με την παρουσία σας. Απλά ήθελα να κάνω μίαν ερώτηση εγώ: ο Πόποβιτς έλεγε είναι στον άνθρωπο άπειροι οι δρόμοι της Σωτηρίας, όσες κι οι ψυχές των ανθρώπων. Ο π. Αλέξανδρος ο Σμέμαν στο ημερολόγιό του έλεγε ότι προκειμένου να σωθεί κάποιος άνθρωπος μπορούμε να καταργήσουμε, έλεγε, όλους τους κανόνες, όλους τους κανόνες προκειμένου να σωθεί· έτσι έλεγεν τουλάχιστον στο ημερολόγιο. Ο π. Παΐσιος έλεγε πάλι να προσέξουμε, λέει, κανόνες, να μην γίνουν, λέει, κανόνια για την Εκκλησία και να την ρίξουμε κάτω.
Η ερώτηση είναι: 1η ερώτηση: Τι είναι τελικά αυτή η πνευματική ζωή, που προηγουμένως αναφέρατε, είναι κάτι συγκεκριμένο; Τι είναι τελικά; Δηλαδή πρέπει ίσως έτσι κάπως να το… ίσως, δεν ξέρω, έχω το λογισμό ότι ίσως πρέπει να προσδιορίσουμε κάποια πράγματα ή δεν πρέπει;
2η ερώτηση: Παρακαλώ ορίστε, τον ορισμό, τι είναι η αίρεση τελικά;
Και η 3η ερώτηση που έχει σχέση με την 2η, η ερώτησή μου είναι, όταν ένας άνθρωπος αμαρτάνει θανάσιμα, όπως είπατε προηγουμένως, με κάποια, ίσως, σαρκικά αμαρτήματα, είναι αυτό το πράγμα αίρεση με τη γενικότερη έννοια κι όχι με την ειδική;
Ευχαριστώ.

Κι εγώ ευχαριστώ για τα ερωτήματά, που ήταν και πληθωρικά και σημαντικά.
Το 1ο ερώτημα: Σας είπα ευθύς εξαρχής, απ’ το πρώτο ερώτημα που μου τέθηκε ότι εδώ δεν ήρθα να σας μιλήσω ως Τσελεγγίδης, ας πούμε, δεν ήρθα να σας πω τη γνώμη μου. Αν συμβεί σε κάποια στιγμή, είπα σε κάποια στιγμή ότι «εδώ σας λέω τη γνώμη μου», πετάξτε με στα σκουπίδια, δεν με απασχολεί. Αλλά δεν ήρθα εδώ για να σας πω τη γνώμη μου. Έτσι λοιπόν, με όλο το σεβασμό στους Πατέρες που αναφέρατε, θα πω αυτό που λέει ο Χριστός. Επειδή είπατε για πολλούς δρόμους, αν και μπορώ να σας το ερμηνεύσω τι εννοούν, θα σας πω πρώτα, όμως, τι είπε ο Χριστός. Ο Χριστός είπε «εγώ ειμί η οδός». Δεν είπε «εγώ ειμί οδός», που αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν κι άλλοι, αλλά είπε «Η οδός». Το είπε δε, σε μία συνάφεια συγκεκριμένη, που έχει πολύ μεγάλη σημασία. Εγώ είμαι η Αλήθεια, εγώ ειμί η Αλήθεια, εγώ ειμί η οδός, εγώ ειμί η ζωή. (Ιωάν. 14, 6)
Δηλαδή, ως Αλήθεια που είμαι -είναι αυτό που λέμε Πίστη, έτσι- η Αλήθεια έχει έναν καθολικό χαρακτήρα, του όλου· δεν είναι κάτι το οποίο είναι αυτονομημένο ή δεν είναι κάποια ιδέα, είναι πρόσωπο και μάλιστα ενυπόστατο. Και το λέει «εγώ είμαι Αλήθεια», γιατί Αυτός  είναι το εξαγγελτικό πρόσωπο προς την κτίση, Αυτός έκανε την κτίση, Αυτός την αναδημιουργεί διά της Εκκλησίας, και Αυτός είναι το όνομα υφ’ ω δει ημάς σωθήναι, το μόνο, ο μόνος Κριτής της Οικουμένης, όχι των πιστών, όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών. Επομένως έχει έναν κυρίαρχο λόγο, που αποκαλύπτει εν Αγίω Πνεύματι τον Τριαδικό Θεό. Έτσι λοιπόν λέει ότι «Εγώ είμαι η Αλήθεια», όχι να σας πω την Αλήθεια! Μιλάμε, επομένως, μια άλλη γλώσσα. Είναι υποστατική η Αλήθεια, είναι πρόσωπο δηλαδή η Αλήθεια. Αυτό το πρόσωπο δεν έχει ένα χαρακτήρα, έτσι, αποκαλυπτικό, γνωσιολογικό, άρα ξέρουμε αυτό είναι η Αλήθεια. Όχι. Λέει «Εγώ είμαι η Ζωή» κι όταν λέει η Ζωή εννοεί η όντως ζωή, η αΐδιος ζωή, αυτό που οτιδήποτε έχει ζωή οφείλεται σε Μένα, κατά ένα μέτρο, που τους έχω δώσει, αλλά η αΐδια ζωή –εννοεί εδώ την Αγιοτριαδική- είμαι Εγώ. Και προσέξτε τώρα· ο δρόμος, τώρα, για να ‘ρθείτε εκεί είναι ένας και μοναδικός, δεν υπάρχει άλλος, είμαι Εγώ. Δηλαδή, δι’ Εμού θα πάτε.
Υπάρχει τώρα, έρχομαι στην αίρεση· πρώτα στις θρησκείες. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι λένε –και στις θεολογικές σχολές- υπάρχουν πολλοί δρόμοι. Πού το βρήκαν αυτό, εν σχέσει με αυτό που λέει ο Χριστός, εγώ δεν το έχω καταλάβει ακόμη! Είναι μάλλον εκ του πονηρού, εκτός και αν διευκρινίζεται· και θα έρθω μετά στη διευκρίνιση. Λέει ο άλλος ότι, ε, να έχουμε διάλογο με τις μονοθεϊστικές θρησκείες. Το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός πιστεύει σε έναν Θεό. Το ερώτημα είναι, το να πιστεύεις σε έναν Θεό, μας φέρνει κοντά; Ποιος είναι αυτός ο Θεός; Είναι άλλος Θεός! Προσέξτε! Ενώ ο Θεός είναι ένας και μοναδικός, είναι Αυτός, ο Τρισυπόστατος, που μας αποκάλυψε δηλαδή ο Θεός Λόγος, έρχεται τώρα ο Ιουδαϊσμός π.χ. και δεν δέχεται Αυτόν που είπε ότι «εγώ είμαι ο δρόμος για να πάτε στον Θεό». Στους ίδιους τους Ιουδαίους το είπε, σε διάλογο μαζί τους, ότι εσείς δεν δέχεστε Εμένα, επομένως δεν μπορείτε να πάτε στον Πατέρα· δεν υπάρχει άλλος δρόμος! Και για να πας, δεν πας αγνώστως, πηγαίνεις εν πλήρη αισθήσει και συνειδήσει, με όλη αυτή την διαδικασία, να γίνεις μέλος Του, να έχεις τη ζωή Του κλπ. Άρα, όταν δεν δέχεται την ύπαρξή Του, ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν (Α’ Κορίνθ. 2, 8), Τον σταύρωσαν κιόλας! Και μέχρι σήμερα δεν δέχονται την Θεότητά Του, επομένως δεν δέχονται την οδό. Τότε, πώς μπορεί να έχουν την αλήθεια, και πώς μπορούμε εμείς, ως συζητητές, να τους δείξουμε την αλήθεια, αφού ο δρόμος προς την αλήθεια είναι ο ίδιος; Ένα το κρατούμενο.
Το άλλο είναι το Ισλάμ· πάλι θα λέγαμε τα ίδια. Αφού οι Ισλαμιστές δεν δέχονται την Θεότητα του Λόγου ως Αρειανοί. Άρα η οποιαδήποτε συζήτηση μπορεί να έχει μόνον ακαδημαϊκό χαρακτήρα· δεν αγγίζει τα πράγματα, γιατί αρνούνται το βασικότερο, ότι είναι Θεός! Μα άμα βγάλεις από τον Χριστό την Θεότητα, από κει και πέρα είναι ανύπαρκτη, είμαστε ανύπαρκτοι εμείς ως Εκκλησία, που είμαστε το σώμα Του, δυνάμει του γεγονότος, όπως σας είπα, ότι εκ της κεφαλής έρχεται σε μας η ζωή Του· το Πνεύμα Του έχουμε πάρει στο Άγιο Χρίσμα, τη ζωή Του έχουμε, δηλαδή το αίμα Του, είμαστε συγγενείς του Χριστού εκ των οστέων Αυτού και εκ της σαρκός Αυτού (Εφεσ. 5, 30), όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, διότι κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη εκ του Θεού εγεννήθημεν, άρα μιλάμε σ’ ένα τελείως διαφορετικό χώρο.
Μπορεί να νοηθεί και σωστά, με την διευκρίνιση ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι, ότι ο Θεός, και προφανώς εδώ αυτό υπονοείται από τους Πατέρες, αλλά εγώ ήθελα να πω το δογματικό πρώτα και μετά να διευκρινίσω αυτό. Καθένας μας έχει μία στιγμή στη ζωή του, που λέμε ήρθε η ώρα του, να προσεγγίσει τον Θεό· άλλος Τον προσέγγισε νέος, άλλος Τον προσήγγισε μεσήλικας, άλλος Τον προσήγγισε –ουσιαστικά εννοώ- γέρος στην ηλικία. Ο Θεός είπα ότι μας καταδιώκει ως ο μανιωδέστερος των εραστών· ο Χριστός, έστηκα επί την θύρα και κρούω (Αποκάλ. 3, 20), λέει. Κάποτε, μέσα από τις δυσκολίες που μας φέρνει στον κάθε ένα, μας ξυπνάει κάποιο γεγονός που μας δυσκόλεψε και αυτό, που μπορεί να είναι ένας θάνατος πλησιεστέρου συγγενούς, μπορεί να είναι μία αρρώστια, ο άλλος λέει «Δόξα τω Θεώ, έχω καρκίνο!», λέει και οι άλλοι σφίγγονται μπροστά και δε θέλουν να χρησιμοποιήσουν ούτε τη λέξη, «άνοιξε τα μάτια μου, είμαι ευγνώμων στον Θεό, διότι τώρα Τον εγνώρισα!». Είδατε; Είναι ένας δρόμος! Αλλά ο δρόμος αυτός είναι πάλι ο Χριστός, ο μοναδικός! Αυτοί, θα λέγαμε, είναι τρόποι, με τους οποίους προσεγγίζουν, αλλά οι τρόποι αυτοί, όταν δεν είναι εν Χριστώ, όταν δεν Τον αναγνωρίζουν, γιατί αυτοί όλοι εδώ που λέμε, όλοι αναγνωρίζουν τον Χριστό μέσα από τις δυσκολίες κλπ., οπότε νομιμοποιείται αυτή η έκφραση.
Αίρεση. Αίρεση στα ελληνικά η λέξη αυτή σημαίνει «παίρνω κάτι», από ένα όλο παίρνω κάτι, το αυτονομώ δηλαδή και το νοηματοδοτώ εγώ διαφορετικά. Έτσι ήταν ο Άρειος, έτσι ο Νεστόριος κτλ, κτλ, κτλ. Αυτά όμως όλα, αναφέρονται στο θέμα της Πίστης. Δηλαδή αιρετικός, κατά την ακρίβεια, είναι μόνον εκείνος ο οποίος έχει εσφαλμένη Πίστη στον Τριαδικό Θεό. Και αυτά είναι πολλά σημεία, δεν είναι μόνο τα δόγματα, που έχει διατυπώσει η Εκκλησία· τα διατύπωσε τα δόγματα γιατί αμφισβητήθηκαν. Υπάρχουν κι άλλα σημεία· της Αιωνίου ζωής, ο άλλος σου λέει «υπάρχει Αιώνιος ζωή;». Αυτό είναι ένα δόγμα, και λέω, μα, το ομολογούμε, στο Σύμβολο της Πίστεως! Κατάλαβες, νομίζει ότι μπορεί να έχει μία άλλη άποψη στο θέμα αυτό. Αυτός γίνεται αιρετικός στην πράξη. Βεβαίως, δεν θα έρθει κανένα αφοριστήριο ιδιωτικό, όπως δεν θα έρθει ένα τέτοιο ενδεχομένως σε έναν, ο οποίος μοιχεύει, ας πούμε. Λέει, εγώ μοιχεύω και δεν έχω πρόβλημα. Έτσι νομίζει ότι δεν έχει πρόβλημα, γιατί αν ζούσε προηγουμένως μέσα στη συζυγική πίστη, θα αισθανόταν ότι τώρα δεν έχει αυτή την χάρη, που έχει πάρει στην Εκκλησία και δεν έχει αυτήν την διακοινωνία… Τέλος πάντων, αυτό είναι το λιγότερο· έχει κι άλλα πολλά προβλήματα που δεν θέλει να τα ομολογήσει απλώς.
Επομένως η αίρεση αφορά στο δόγμα.

Και η τελευταία ερώτησή σας. Ναι, ναι, στην πράξη δεν εφαρμόζει αυτό που καλύπτει το δόγμα, έτσι; Το οποίο είναι η εν Χριστώ ζωή μας, η αγιοπνευματική ζωή. Αυτό λοιπόν το πράγμα δεν το λέμε αίρεση. Αυτό είναι αμάρτημα και ανάλογα με την βαρύτητα που έχει, υπάρχουν τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα που λέγονται κτλ, αλλά κάθε αμαρτία, να ξέρετε, μας χωρίζει από τον Θεό. Κι ας πω εγώ αυτό, το οποίο είναι το πιο απλό, από όπου αρχίζει κανείς. Όταν αποστεί ο νους από τον Θεό. Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, «νους αποστάς του Θεού», νους, ο οποίος χωρίζεται δηλαδή από τον Θεό, «ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης». Προσέξτε, «κτηνώδης» είναι ο βιολογικός, γίνεται βιολογικός άνθρωπος. Αν λοιπόν ο νους έχει αποσυνδεθεί και δεν προσεύχεται ο άνθρωπος, το βλέπουμε στην καθημερινότητα, ασχολείται με το τι θα φάει, τι θα πιει, πώς θα διασφαλίσει την υγεία του, πώς θα έχει ασφάλιστρα, χίλια δυο· έχει τον φόβο του θανάτου ουσιαστικά και προσπαθεί να πιαστεί από παντού, όμως έχει βαθύτατο αίσθημα ανασφάλειας. Αυτός λοιπόν είναι ο βιολογικός άνθρωπος. Όταν ενδώσει σ’ αυτή την εκκοσμίκευση, σιγά-σιγά από την βιολογικότητα την απλή περνάει στον δαιμονισμό! Και τον δαιμονισμό δεν εννοώ εδώ την κυριαρχία του σατανά μέσα του, αλλά την επήρεια μέσω των παθών του που τον κατευθύνει. Παράδειγμα να πω, ένας μανιώδης καπνιστής. Του λες, «δεν σε βλάπτει στην υγεία;», λέει «με βλάπτει», «ε, τότε γιατί δεν το κόβεις; Το θεωρείς καλό;», «όχι», «τότε γιατί δεν το κόβεις;». «Δεν μπορώ», λέει. «Θέλεις;». «Θέλω, αλλά δεν μπορώ, ή δεν θέλω να μπορώ! Μ’ αρέσει με όλες τις συνέπειες που θα έχει..».
Στα ναρκωτικά κτλ, δεν έχει την δύναμη να αντισταθεί. Δηλαδή, όταν ο διάβολος, διά των παθών μας, αποκτήσει κυριαρχικά δικαιώματα στον υπαρξιακό μας χώρο και να θέλουμε να τον διώξουμε δεν φεύγει εύκολα. Γι’ αυτό μας επισημαίνει η Εκκλησία και τον κίνδυνο να συνταχτούμε με τον πονηρό, να συμπεθεριάσουμε μαζί του και, από την άλλη μεριά, ότι δεν μπορούμε να δουλεύουμε σε δύο κυρίους. Αυτό πρακτικά το καταλαβαίνει κανείς· όταν δηλαδή προσέχει το λογισμό του –σ’ αυτό ήθελα να έρθω- και μόνο τον λογισμό να κάνεις για ένα πράγμα που δεν επιτρέπεται, είτε να επιθυμήσεις τα χρήματα κάποιου είτε να επιθυμήσεις σαρκικώς κάποιο πρόσωπο είτε να επιθυμήσεις κάποια δόξα και σου φαίνεται καλό αυτό το πράγμα κτλ. με του νου σου, μετά, όταν ερχόμαστε στο διά ταύτα διαπιστώνει ο άνθρωπος ότι δεν είναι εκείνος που ήταν. Δηλαδή χάνεται η κοινωνία του, αυτήν που υποτίθεται ότι είχε. Γιατί αν είχε το καταλαβαίνει! Αν δεν έχει, λέει τι ‘ναι αυτά που λες εσύ –εμείς οι δογματολόγοι, που επισημαίνουμε την μεγάλη σημασία των δογμάτων, την απόκλιση- μπα, και τι έγινε; τίποτα, εγώ δεν κατάλαβα τίποτα όταν είπα και αυτό το πράγμα ή έκανα και εκείνο το πράγμα.
Κάνει ο άνθρωπος μία συμπροσευχή π.χ., για να πιάσουμε ένα, τον κανόνα που ετέθη, και σου λέει και τι έγινε; Εγώ δεν αισθάνθηκα τίποτε! Μα δεν αισθάνθηκες τίποτε γιατί είσαι αναίσθητος· γιατί αν είχες αίσθηση ζωής αγιοπνευματικής δεν θα μπορούσες να το κάνεις χωρίς συνέπειες. Άρα νωρίτερα, πριν κάνουμε τις μεγάλες αμαρτίες, κάνουμε τις μικρές. Είναι αυτό που υπαινίχθην με το «μα», λέει, «από άγνοια». Έσπρωξε η κυρία, ας πούμε επισκέπτρια, χωρίς να το επιδιώκει, το βάζο και το έσπασε. Λέει, αχ, συγγνώμη, δεν το ήθελα. Ναι, πράγματι δεν το ήθελε. Δεν το πρόσεξα, δεν το είδα, δεν ήξερα ότι είναι εδώ. Ναι, αλλά αυτό έσπασε, ε; Το πράγμα έγινε. Και λέει, είδες, όμως, δεν το ήθελα. Και ίσως πολλοί δίνουν ελαφρυντικό στον εαυτό τους, ότι αφού είχε άγνοια, δεν το ‘κανε δηλαδή επί σκοπώ, που είναι το χειρότερο και διαβολικό, αλλά κακό είναι που έχουμε άγνοια. Άγνοια δεν έχει ποτέ ο άνθρωπος, δεν αμαρτάνει, δεν αστοχεί, όταν βρίσκεται στη σχέση του με τον Θεό, βρίσκεται εν προσευχή· δεν μπορεί να αμαρτήσει, θα τον πληροφορήσει ο Θεός, με τον οποιονδήποτε τρόπο Αυτός θα κρίνει.
Άρα, όταν κάτι κάνουμε από άγνοια, χτυπήσαμε με το αυτοκίνητο ή αστοχήσαμε σε οτιδήποτε άλλο, να μας προβληματίσει. Κι όπως έλεγε πολύ ωραία, και ο πατήρ Παΐσιος και ο πατήρ Εφραίμ, αν ζητήσουμε τον φάκελο εν προσευχή, θα μας τον δώσει. Κι είναι εκπληκτικό· δεν λέει πολλά ο φάκελος που έρχεται στο νου μας. Λέει μία λέξη: κατάκριση… έπαρση… Μας λέει μία λέξη, η οποία όμως αμέσως διαζωγραφείται μέσα στο νου μας, ποιο ήταν αυτό αφετηριακά. Πρώτα δηλαδή έρχεται η έπαρση, για ένα πράμα, έτσι, πήγε ο νους ατελώς εκεί που πήγε, και μετά έγινε κάτι· και λες, μα, γιατί μου έγινε αυτό; εγώ δεν έκανα τίποτε! Ζήτησε τον φάκελο και θα σου έρθει και θα δεις ότι έκανες και μάλιστα πολύ σοβαρό. Αυτό που σου συνέβη είναι πολύ μικρό αξιολογικά. Το μεγαλύτερο ήταν που συνέβη πριν την άγνοια.
Ο Θεός όμως δεν είναι μνησίκακος, στο αποκαλύπτει αν εσύ κατευθυνθείς ταπεινά εκεί. Γιατί, με το να Του το ζητήσεις σημαίνει ζητάς το έλεός Του γιατί δεν βλέπεις, ζητάς να σε φωτίσει. Λοιπόν τότε περνάμε σε μία άλλη διαδικασία πνευματική, η οποία όσο εκλεπτύνεται η συνείδηση και η σχέση με τον Θεό, βλέπει κανείς και τις μικρές σκόνες και όσο δεν τα δίνει σημασία φτάνει σ’ αυτήν την αφασία, την οποία εισπράττουμε σήμερα κτλ, και γίνονται οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι μες στην Εκκλησία αυτοί, οι οποίοι θα έπρεπε να είναι οι αγιότατοι. Γιατί να ξέρετε, με βάση τη δεοντολογία της Εκκλησίας, για να γίνεις διάκος πρέπει να βρεθείς τουλάχιστον στην πρώτη κατάσταση των καθαρουμένων, δηλαδή να έχεις φροντίσει πολύ για την κάθαρσή σου· και ναι μεν δεν έχεις καθαριστεί εξ ολοκλήρου και είσαι στις απόρροιες, τέλος πάντων, του φωτισμού και μπορείς να γίνεις, με την καθοδήγηση του Πνευματικού, που βλέπει, να γίνεις διάκος. Δεν μπορείς όμως να γίνεις ιερέας αν δεν φτάσεις στον φωτισμό. Γιατί; Έρχεται ο άλλος και σε ρωτάει ένα πρόβλημα, πώς θα του απαντήσεις; Αυτά που ρωτάν συνήθως οι πιστοί, ο φωτισμένος άνθρωπος είναι αυτός, ο οποίος τα πέρασε, και διά της καθάρσεως, και το βλέπει καθαρά και αμέσως απαντά. Και λες πώς μ’ απήντησε, κι ήταν σωστό αυτό που απήντησε! Αν έχει ταπεινό φρόνημα κανείς πληροφορείται αμέσως από τον Θεό και αναπαύεται εσωτερικά, και από τη σύγχυση και ο λογισμός του κτλ, και λέει, μα, πώς, λέει, το βρίσκει κάθε φορά; Ό,τι και να του πω αμέσως το βρίσκει! Απλούστατα! Κι εγώ θυμάμαι κάποτε που ρώτησα, καλά, λέω, πώς το λέτε, πώς το είδατε, πώς το είπατε αυτό; Λέει, είναι πολύ απλό, λέει, όπως το είδα. Καλά, πώς το βλέπετε; Καλά, όλα τα βλέπετε; Άλλα βλέπω κι άλλα μου ‘ρχονται. Και πώς το λες, ένα πράγμα με τέτοια βεβαιότητα; Λέει, το λέω όπως μου έρχεται. Βλέπετε; Αυτός έχει τη σύνδεση, το παίρνει, τον αναπαύει και αναπαύει και τον άλλο· γιατί έχει φροντίσει νωρίτερα τον εαυτό του. Και ο Επίσκοπος είναι εκείνος, ο οποίος βρίσκεται στο στάδιο, οφείλει να βρίσκεται, στο στάδιο της θεώσεως και βλέπει όλα αυτά παρακάτω, αν πρέπει δηλαδή να γίνονται.
Κι επειδή μίλησα γι’ αυτήν την διάκριση, να σας πω και ένα προσωπικό γεγονός. Μια φορά είχα ένα πρόβλημα και ο πνευματικός μου ήταν πολύ μακριά. Βρισκόμουν σε κάποιον άλλον χαρισματούχο και σκέφτηκα να επωφεληθώ την παρουσία του προκειμένου να λύσω το πρόβλημά μου, κατ’ εξαίρεσιν εάν με δεχόταν. Και του είπα ότι έχω κάποιο πρόβλημα, μπορώ να σας μιλήσω; Λέει, ευχαρίστως. Του λέω, έτσι, ιδιαιτέρως να εξομολογηθώ. Πήγα λοιπόν στο εξομολογητήριο κι άρχισα να του λέω ένα περίπλοκο πρόβλημα που είχα. Διαπίστωνα όμως, καθ’ ην ώρα εγώ μιλούσα, ότι δεν με παρακολουθούσε· έχει κανείς την αίσθηση αυτή, νομίζω ότι καταλαβαίνεις αν ο άλλος σε προσέχει ή δεν σε προσέχει, όσο και να μην έχεις χαρίσματα. Λοιπόν μετά από λίγο δεν άντεξα στον πειρασμό και τον ρωτάω: με συγχωρείτε, γέροντα, προσέχετε τι λέω; Λέει, λέγε εσύ. Συνεχίζω εγώ να λέω, αλλά βλέπω, πεπεισμένος πλέον, ότι δεν με παρακολουθεί και προβληματίζομαι γιατί μιλώ αναλύοντας εγώ το πρόβλημα για να το καταλάβει;  Και μου λέει, λέγε εσύ. Α, λέω, με συγχωρείτε, γέροντα, θα μου επιτρέψετε να σας πω, έτσι ευθέως, εγώ έχω την αίσθηση ότι δεν με παρακολουθείτε· θέλω να μου πείτε, με παρακολουθείτε ή δεν με παρακολουθείτε; Ε, λέει, για να σου πω την αλήθεια, δεν σε παρακολουθώ. Λέω, τότε εγώ, γέροντα, γιατί μιλάω; Και μου λέει: απλούστατα, γιατί ήθελες να μιλήσεις. Έτσι δεν μου είπες, λέει, στο σαλόνι ότι θέλεις να μου μιλήσεις; Ε, κι εγώ σου είπα να ‘ρθεις να μου μιλήσεις. Τα χρειάστηκα εγώ. Λέω, αφού δεν με προσέχετε, εσείς τι κάνετε; Λέει, τη σύνδεση. Λέει, με συγχωρείς, εσύ εμένα ήρθες να ακούσεις ή τον Χριστό; Μα λέω εγώ, το ‘πιασα βεβαίως, το συμφέρον είναι ν’ ακούσεις το Χριστό, λέω, το Χριστό ήρθα ν’ ακούσω. Ε, λέει, πώς θα σου μιλήσω εγώ εκ μέρους του Χριστού αν δεν συνδεθώ εγώ με το Χριστό; Οπότε; Δεν το είπα το πρόβλημα. Ήμουν ακόμη περίπου στη μέση, αλλά τα αποφασιστικά στοιχεία που έδειχναν το αδιέξοδό μου, ήτανε μετά που θα του τα έλεγα. Φυσικά αμέσως παραιτήθηκα από το να του παρουσιάσω το πρόβλημα. Καταλαβαίνετε; Εγώ νόμιζα ότι πρέπει να του εξηγήσω, να δει το πρόβλημά μου, και να μου δώσει την απάντηση.
Είναι σαν να πας στο Χριστό και να πεις: Χριστέ μου, άκουσέ με σε παρακαλώ, να σου πω το πρόβλημά μου! Μα αυτός το είδε πριν εγώ γεννηθώ, το είδε και το γνωρίζει και μπορεί να μου το δώσει. Άρα λοιπόν βρισκόμαστε σε μια πολύ ζωντανή πραγματικότητα. Οπότε λέω, σταματώ, πέστε μου. Μου δίνει την απάντηση και μένω έκπληκτος. Διότι είχα την απορία πώς μπορεί να βρεθεί λύση σ’ αυτό το πρόβλημα. Κι όταν μου το ‘πε, αμέσως μέσα μου είπα, αυτή είναι η απάντηση, λύθηκε το πρόβλημα. Και του λέω, με συγχωρείτε, εσείς πάντα το βλέπετε; Λέει· μερικές φορές δεν το βλέπω, δεν βλέπω δηλαδή το πρόβλημα, αλλά το πληροφορούμαι. Ε, πώς γίνεται αυτό; Να σου πω ένα παράδειγμα. Ήρθε κάποιος νέος και μου ‘πε μία αμαρτία του. Εγώ αμέσως, με βάση τους ισχύοντες κανόνες, του έδωσα την  απάντηση. Έρχεται, λέει, μετά από δύο ώρες, ένας άλλος νεαρός και μου λέει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Ε, κάνω εγώ τη σύνδεση και του δίνω μια απάντηση, η οποία ήταν όχι απλώς διαφορετική, σχεδόν αντίθετη με την προηγούμενη! Όταν έφυγε ο δεύτερος προβληματιζόμουν, πώς έδωσα αυτή τη διαφορετική απάντηση στο ίδιο ακριβώς ερώτημα. Αλλά ήταν βέβαιος, όπως μου είπε, ότι έδωσε τη σωστή απάντηση. Και είχα την απορία, έκανα προσευχή, ο Θεός δεν μου το απεκάλυπτε. Μετά από μία εβδομάδα ο δεύτερος ήρθε για συμπληρωματική δήλωση! Ήρθε να κάνει συμπληρωματική, λέει, εξομολόγηση. Μπορώ να σας πω; Να μου πείτε. Ε, είπε τα σχετικά, όταν τελείωσε λέει, θα μου διαβάσετε την ευχή; Λέει, όχι, γιατί να στην διαβάσω; Λέει, μα, σας είπα τόσα πολλά στοιχεία, που ανατρέπουν την προηγούμενη εξομολόγησή μου· αυτή δεν ήταν συμπληρωματική, ήταν ανατρεπτική, ουσιαστικά, της προηγουμένης. Λέει, όχι, αυτά που σου είπα. Λέει, δεν θα μου πείτε τίποτα; Όχι. Ε, πώς γίνεται αυτό; Λέει, σου τα είπα στην προηγούμενη εξομολόγηση. Μα στην προηγούμενη εξομολόγηση, λέει, εγώ δεν σας την είπα την αλήθεια. Εγώ όμως, λέει, σου την είπα. Τι συνέβαινε; Του έδωσε την απάντηση που θα του έδινε αν έκαμνε ειλικρινή εξομολόγηση!
Βλέπετε το πνεύμα του Θεού; Ο εξομολόγος, ο οποίος έχει τη συνείδηση ότι δεν λειτουργεί έτσι, από μόνος του και τι θα του πει ο λογισμός του, αλλά βρίσκεται σ’ αυτή τη σχέση, του έδωσε, του είχε πει και τον κανόνα του κτλ, και λέει μετά σε μένα, επειδή είχαμε έτσι μία σχέση άνεσης για να μου το πει, λέει: είδα λοιπόν ότι ο Θεός μου εξήγησε γιατί μου έβαλε στο στόμα μου αυτό που είπα την προηγούμενη φορά. Και ήταν το σωστό, έστω κι αν αυτός δεν είπε την αλήθεια. Όταν την είπε είχε πάρει ήδη την απάντηση· και χωρίς να την πει, το τι έπρεπε να κάνει και τι έπρεπε να υποστεί.
Βλέπετε, λοιπόν, πόσο ασφαλείς μπορεί να είμαστε όταν έχουμε ταπεινό φρόνημα γιατί ταπεινοίς δίδωσι χάριν (Ιακώβ., 4, 6) και όταν πιστεύουμε αληθινά στον Θεό και ζωντανά ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, αυτό που γιορτάζουμε πρέπει να το μεταφράζουμε στη ζωή μας. Γιατί το Χριστολογικό δόγμα, αυτό είναι το δόγμα της ενανθρωπήσεως, όπως και όλα τα δόγματα αν δεν μεταφράζονται πρακτικώς στη ζωή μας, δεν έχουν καμία σημασία. Είναι σαν το διάβολο που σας λέω· τα ξέρει αλλά δεν τον ωφελούν.
Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να πιστεύουμε ότι το Πνεύμα της Αληθείας, που μας είπε ο Χριστός, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, αυτό θα μας οδηγήσει λέει, εις πάσαν την αλήθειαν και τα ερχόμενα αναγγελλεί ημίν. Δεν υπάρχει παρελθόν και μέλλον, είναι διαρκές παρόν! Και θα παραμείνω, λέει, μαζί σας, φεύγοντας ο Χριστός, έως της συντελείας των αιώνων. Αυτό είναι ένα θέμα εμπειρικό, αυτό το ζούμε. Ζούμε δηλαδή ή οφείλουμε να ζούμε αν δεν το ζούμε να προβληματιστούμε γιατί δεν το ζούμε, ότι είναι αυτή η μεγαλύτερη ευεργεσία που δεν μπορούσαμε ούτε καν να τη φανταστούμε, ότι ο Θεός είναι παρών, ζωτικά παρών όμως, όχι ως ένας οφθαλμός που βλέπει τα πάντα ή τα βλέπει αστυνομικά, μας περιμένει στη γωνία, αλλά μας καταδιώκει η ευσπλαχνία Του και μας δίνει τη δυνατότητα εδώ και τώρα να έχουμε αυτήν την γεύση της μέλλουσας βασιλείας στο μέτρο της πρόγευσης, στο μέτρο του αρραβώνος. Γιατί τον αρραβώνα του Πνεύματος ακριβώς πήραμε, εμείς ως Ορθόδοξοι. Και μην το θεωρούμε αυτό, όπως ανοήτως λένε κάποιοι, αυτό δεν είναι ρατσισμός; Γιατί να θεωρούμε τους άλλους κατώτερος; Δηλαδή, αφού ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι (Α’ Τιμ., 2, 4) κι αφού εμείς μένουμε ζωντανοί και κοινωνούμε σ’ αυτό το σώμα, αυτό είναι μια ευεργεσία, για την οποία δοξολογούμε τον Θεό.
Εμείς δεν μνησικακούμε για εκείνους που δεν το θέλουν. Αλλά δεν μπορείς να λες,  έλα όπως είσαι. Υπήρξε και αυτό το σλόγκαν κάπου, το ‘χετε ακουστά. Ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε.
Να, τώρα κοιτάξτε ένα απ’ το χώρο της ηθικής ζωής, για να απαντήσω και στο ερώτημά σας και σ’ αυτό που τέθηκε ευθύς εξ αρχής και το είπα και εγώ προφορικά στην ομιλία μου, το να ανακρίνουμε αυτό που ακούμε. Όταν άκουσα εγώ, λοιπόν, «ελάτε όπως είστε», πήγε ο άλλος, με όλα τα συναφή, πήγε ένα ζευγάρι –μου έλεγε ένας πνευματικός- μετά από αυτό που λέχτηκε, χτυπάει την πόρτα στο μοναστήρι· ήταν η γυναίκα με το μπικίνι, αυτός με ένα μαγιό. Βγαίνει η μοναχή, τι θέλετε; Λέει, να προσκυνήσουμε. Λέει, πώς έτσι από δω; Λέει, να, περνούσαμε, λέει, κι είδαμε ότι είναι μοναστήρι, είπαμε να κατεβούμε, πηγαίνουμε στη θάλασσα, να προσκυνήσουμε. Μα, λέει, έχουμε εδώ κάποια ρούχα για την κυρία, για τον κύριο, ας πούμε, να ρίξετε επάνω σας, δεν μπορείτε, λέει, να ‘ρθείτε έτσι. Μα, λέει, εδώ ελέχθη, από την ηγεσία της Εκκλησίας, ελάτε όπως είστε!
Βλέπετε; Αυτοί έτσι το μετέφρασαν! Το ερώτημα είναι τώρα, ποιος έχει το δίκιο; Αυτοί που άκουσαν ελάτε όπως είστε, ντυμένοι, ημίγυμνοι, αύριο και γυμνοί να μπουν στην Εκκλησία; Γιατί τους είπε όπως είστε· εγώ σου λέει έτσι είμαι και δεν έχω πρόβλημα κιόλας, εσείς γιατί έχετε πρόβλημα; Πονηροί θα είστε! Άρα, ακούμε όμως αυτό από επίσημα χείλη. Εμείς τι θα κάνουμε τότε; Θα πούμε ότι εμείς λέμε κάτι άλλο; Δικαιούμαστε στην Εκκλησία να πούμε; Θα ανατρέξουμε στο Χριστό. Γι’  αυτό είπα εγώ, να έχει κανείς μια υπαρξιακή στάση απέναντι στο Χριστό. Δηλαδή, να είναι η ύπαρξή του προσανατολισμένη τι λέει επ’ αυτού ο Χριστός. Κι άμα το ζητάει, θα του το πει. Ο Χριστός δεν είπε ελάτε όπως είστε· είπε ακριβώς το αντίθετο: εάν θέλετε να γίνετε μαθητές μου θα πρέπει ν’ αρνηθείτε όλους εκείνους που εμποδίζουν αυτή τη σχέση. Η γυναίκα σας; Τα παιδιά σας; Ο πατέρας σας; Η μητέρα σας; Ο ίδιος σας ο εαυτός; Εάν μάλιστα δεν τον μισήσετε αυτόν και όλους τους άλλους, δεν μπορείτε όχι να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορείτε να γίνετε μαθητές μου! Δηλαδή, δεν μπορείτε να έχετε δεκτικότητα της ζωής μου!
Άρα, πρέπει να παραιτηθούμε, είναι αυτό το ίδιον θέλημα που έλεγα, που κυρίως το εκφράζει «εγώ νομίζω». Όχι «εγώ νομίζω». Δεν είπε ο επίσκοπος αυτό, «αλλά εγώ νομίζω»· αυτό είναι προτεσταντικό πέρα για πέρα. Ζητούμε ταπεινά να μάθουμε τι φρονεί η Εκκλησία επ’ αυτών. Αν έχουμε, όχι τότε ξαφνικά, αλλά νωρίτερα, αν έχουμε την πνευματική ωριμότητα θα λειτουργήσει μέσα μας αυτό το πράγμα και θα ανάψει ένα κόκκινο φως, να μου επιτραπεί να πω· κάτι δεν πάει καλά εδώ. Και τότε θα ανησυχήσουμε, θα ρωτήσουμε, και θα μάθουμε. Άρα χρειάζεται αυτό πολύ νωρίτερα. Και να το ανακρίνουμε με βάση του ποιο είναι το θέλημα του Θεού.
Θα μου πείτε τώρα εσείς, καλά μας τα λες κύριε καθηγητά, αλλά εσύ είσαι επαγγελματίας θεολόγος, μ’ αυτά ασχολείσαι κάθε μέρα, με μας τι θα γίνει; Να σας πω ένα παράδειγμα. Ήμουν στο εξωτερικό σε έναν ναό, όπου ήρθε κάποιος επίσκοπος από άλλη επαρχία, φιλοξενούμενος, και του εδόθη το βήμα να κάνει και το κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία. Όταν εβγήκαμε από την Θεία Λειτουργία μού λέει κάποιο γνωστό μου πρόσωπο, πώς σου φάνηκε το κήρυγμα; Εγώ δεν μιλώ. Πες μου, πώς σου φάνηκε το κήρυγμα; Ε, λέω, τι σημασία έχει πώς μου φάνηκε το κήρυγμα; Όχι, όχι, πες μου. Ε, τώρα τι θα κάνουμε, κουτσομπολιό; Πώς μου φάνηκε εμένα ή πώς δεν μου φάνηκε; Γιατί με ρωτάς; Λέει, ξέρεις, από αυτά που άκουσα κάτι δεν μου άρεσε. Ε, τώρα δεν σου άρεσε… και τι θα πει αυτό; Τι θα πει δεν σου άρεσε; Πες μου ποιο ήταν αυτό; Λέει, το σημείο εκείνο, το οποίο μόλις το άκουσε τι έγινε; η ψυχή δεν το απεδέχθη! Λέει, όταν το άκουσα αισθάνθηκα μία άπωση αυτού του πράγματος. Το απέρριψε η ψυχή. Τι ήταν αυτό; Ήτανε το Πνεύμα το Άγιο, το Άγιο Χρίσμα δηλαδή, που έχουμε μέσα μας, κι επειδή υπήρχε μία πνευματική ετοιμότητα, μια νήψη, ένα ενδιαφέρον πνευματικό, ας το πούμε με την γενική αυτή έκφραση, πληροφόρησε αμέσως ότι εδώ υπήρχε λάθος. Λέω, μου κάνει εντύπωση πράγματι. Ήταν το μοναδικό, λέω; Σε άλλο τέτοιο σημείο της ομιλίας όχι; Όχι, μόνο σ’ εκείνο. Λέω, πράγματι, εδώ μπάζει! Ήταν εσφαλμένο αυτό το πράγμα. Και λέω τώρα εγώ, γιατί ήταν εσφαλμένο. Μόλις είπα τον λόγο, γιατί ήταν εσφαλμένο, λέει «αυτό είναι». Δεν το εγνώριζε προηγουμένως αλλά όταν εγνωστοποιήθηκε το απεδέχθη. Γιατί το απεδέχθη; Πάλι το Πνεύμα του Θεού ήτανε που συνηγορούσε ότι αυτή είναι η αλήθεια, παρότι δεν είχε, ας πούμε, επαγγελματικές θεολογικές σπουδές. Θέλω να πω με τούτο ότι δεν είμαστε πεταμένοι σ’ αυτόν τον κόσμο· έχει την πρόνοιά Του ο Θεός για μας, αρκεί εμείς να νοιαζόμαστε. Κι αν νοιαζόμαστε πνευματικά για την σχέση μαζί Του, τότε θα μας πληροφορεί και για τα δογματικά και για οτιδήποτε άλλο στη ζωή μας. Αλλά να ζούμε κι όχι να νομίζουμε ότι επειδή πήραμε τις εντολές, ας πούμε, του Θεού σαν κάτι, έναν καταστατικό χάρτη, για μια εξωτερική, έτσι, μόρφωση και ο νους μας βρίσκεται σε ταξίδια αναψυχής, καμιά φορά και ανεπιστρεπτί.

Παρέτεινα τον λόγο, εμένα δεν με πειράζει, αν υπάρχει ερώτημα ευχαρίστως, αλλά δεν ξέρω και η αίθουσα αν θα πρέπει να κλείσει. Δεν βλέπω όμως ερωτήματα.
Ευχαριστώ πολύ για τα ερωτήματά σας και την ευκαιρία που είχαμε να επικοινωνήσουμε μετά πολλής χαράς μαζί σας. Ευχαριστώ και τους πατέρες και τους διοργανωτές και τον κύριο πρόεδρο.

Εκ μέρους του πανιερωτάτου μητροπολίτου Λεμεσού να ευχαριστήσουμε τον κύριο καθηγητή, τον κ. Τσελεγγίδη, για τον κόπου που υπεβλήθη να έρθει εδώ απόψε να μας παρουσιάσει την εισήγησή του. Νομίζω ότι πέρα από τις δογματικές του γνώσεις η εμπειρία του και οι επαφές του με ενάρετους και αγίους άνδρες, νομίζω ότι διήνθισε τον λόγον του με εύστοχα παραδείγματα, αλλά και ο ίδιος, επειδή αγωνίζεται πνευματικά και γι’ αυτό και βλέπετε πόσο όμορφα μας έχει μεταφέρει υψηλές δογματικές θέσεις της Εκκλησίας μας.
Αλλά παράλληλα να ευχαριστήσουμε και τους εκπροσώπους του ΠΑΧΟΚ, που είχαν την ευγενή καλοσύνη να μας φέρουν εδώ τον καθηγητή και να υπάρξει αυτός ο συνπνευματισμός απόψε.
Ευχαριστούμε όλους σας κι ελπίζουμε την άλλη φορά, κ. καθηγητά, να έχουμε και περισσότερο κόσμο και πολλές, πιο πολλές ερωτήσεις. Ευχαριστούμε, καλό βράδυ.
Χριστός ανέστη
π. Φώτιος Βεζύνιας